ακωδικοποίητος

ακωδικοποίητος
-η, -ο [κωδικοποιώ]
1. αυτός που δεν κωδικοποιήθηκε, που δεν συντάχθηκε σε κώδικα, δηλαδή δεν κατατάχθηκε μεθοδικά
2. αυτός που δεν περιλήφθηκε σε κώδικα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακωδικοποίητος — η, ο αυτός που δεν κωδικοποιήθηκε: Η εκπαιδευτική νομοθεσία είναι ακόμη ακωδικοποίητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”